- περίοικος
- ο / περίοικος, -ον, ΝΜΑ(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι περίοικοια) οι γείτονες (α. «ενοχλείτε τους περιοίκους με τους θορύβους σας» β. «καὶ πάντες οἱ περίοικοι τῶν δύο βασιλείων», Διήγ. Αχιλλ.γ. «ἔφερον τοὺς περιοίκους ἅπαντας», Ηρόδ.)β) i) (στον Αριστοτ.) το προελληνικό πληθυσμικό υπόστρωμα που κατακτήθηκε από τους Έλληνες και βρισκόταν σε κατάσταση ανάλογη με τους είλωτες τής Σπάρτης ή τους πενέστες τής Θεσσαλίαςii) (στη Θεσσ.) οι υποταγμένες στους Θεσσαλούς φυλές που ζούσαν στα ορεινάiii) (στην Ηλεία) οι φόρου υποτελείς περιφερειακές κοινότητες, οι λεγόμενες περιοικίδες πόλειςiν) (στη Λακωνία) οι εγκατεστημένοι στις ορεινές και παράλιες περιοχές τής χώρας Λακεδαιμόνιοι οι οποίοι ήταν υποδεέστεροι τών ομοφύλων τους που ζούσαν μέσα στη Σπάρτη, τόσο από πολιτική άποψη, διότι δεν είχαν δικαίωμα συμμετοχής στην απέλλα, όσο και από οικονομική, εφόσον δεν είχαν εύφορους κλήρους3. οι κάτοικοι δύο τόπων τής γης οι οποίοι έχουν το ίδιο γεωγραφικό πλάτος, ενώ ως προς το γεωγραφικό μήκος διαφέρουν κατά 180°αρχ.1. αυτός που κατοικεί σε κοντινή περιοχή («οἱ περίοικοι Λίβυες», Ηρόδ.)2. ως ουσ. ο υποτελής, ο εξαρτημένος («περιοίκους τε καὶ οἰκέτας ἔχοντες», Ισοκρ.)3. (το θηλ. εν., το ουδ. εν., το ουδ. πληθ. ως ουσιαστικά) ἡ περίοικος, τὸ περίοικον, τὰ περίοικαη γύρω περιοχή, τα περίχωρα (α. «κατέστρεψε τὰς πόλεις ταύτας καὶ πᾱσαν τὴν περίοικον», ΠΔβ. «ἐν τῷ περιοίκῳ τοῡ Ἰορδάνου», ΠΔγ. «ἐχειρώσατο τὰ περίοικα τῶν βαρβάρων», Αππ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + οἶκος (πρβλ. κάτ-οικος)].
Dictionary of Greek. 2013.